- ἀμνοφόρος
- ἀμνοφόρος, ον,A f.l. for μαννοφόρος, Theoc.11.41.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αμνοφόρος — ἀμνοφόρος, ον (Μ) «δεῖπνον ἀμνοφόρον» δείπνο κατά το οποίο προσφέρεται στους μετέχοντες ο Αμνός (αναφέρεται στη θεία Ευχαριστία). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμνός + φόρος < φέρω] … Dictionary of Greek
ἀμνοφόρως — ἀμνοφόρος adverbial ἀμνοφόρος masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)